- ἀναπυτισμός
- ἀναπῡτ-ισμός, ὁ, Id.Aut.4.3 (but see ἀνα-πιτύζω, -υσμός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπυτισμός — ἀναπυτισμός, ο (Α) ανάβλυση, ανάδοση … Dictionary of Greek
αναπυτίζω — ἀναπυτίζω (Α) αναβλύζω, αναδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυτίζω «φτύνω νερό». ΠΑΡ. αναπυτισμός] … Dictionary of Greek